- σκινδαψίζομαι
- σκινδαψ-ίζομαι, βλιτυριζόμενον ἐρῶ σφυγμον καὶ -ιζόμενον coined as examples of meaningless jargon, Gal.8.662; cf. sq.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκινδαψίζομαι — Α [σκινδαψός] μιλώ μεταχειροζόμενος σκινδαψούς, δηλαδή λέξεις χωρίς σημασία … Dictionary of Greek
σκινδαψιζόμενον — σκινδαψίζομαι pres part mp masc acc sg σκινδαψίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)